- ἐξαγισθέντας
- ἐξαγίζωdrive out as accursedaor part pass masc acc plἐξαγίζωdrive out as accursedaor part pass masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγίζω — ἐξαγίζω (Α) απομακρύνω κάποιον ως ακάθαρτο, καταραμένο, μιαρό («ἐξαγισθέντας δόμων ἄνδρας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek